νικαραγουανός

νικαραγουανός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νικαράγουα ή στους κατοίκους της
2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Νικαραγουανός, η Νικαραγουανή
ο κάτοικος τής Νικαράγουας ή αυτός που κατάγεται από τη Νικαράγουα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μοντερνισμός — Λογοτεχνικό κίνημα, που εκδηλώθηκε κατά την τελευταία εικοσαετία του 19ου αι. στην ισπανόφωνη Αμερική ως αντίδραση προς τις απηρχαιωμένες μορφές του ρομαντισμού. Στην αρχική τους αυτή αντίδραση, οι μοντερνιστές χρησιμοποίησαν τις νέες τάσεις της… …   Dictionary of Greek

  • Θελάγια, Χοσέ Σάντος — (José Santos Zelaya, Μανάγκουα 1853 – Νέα Υόρκη 1919). Νικαραγουανός πολιτικός. Εκπρόσωπος του Φιλελεύθερου Κόμματος, ο Θ. ανέβηκε στην εξουσία με πραξικόπημα το 1893. Γρήγορα ήρθε σε ρήξη με τις ΗΠΑ υιοθετώντας μια πολιτική που έβλαπτε τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”