- νικαραγουανός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νικαράγουα ή στους κατοίκους της2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Νικαραγουανός, η Νικαραγουανήο κάτοικος τής Νικαράγουας ή αυτός που κατάγεται από τη Νικαράγουα.
Dictionary of Greek. 2013.